θηγάνη

θηγάνη
θηγάνη, ἡ (Α) [θήγω]
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηγάνη — whetstone fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηγάνῃ — θηγάνη whetstone fem dat sg (attic epic ionic) θηγάνω pres subj mp 2nd sg θηγάνω pres ind mp 2nd sg θηγάνω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηγάναι — θηγάνη whetstone fem nom/voc pl θηγάνᾱͅ , θηγάνη whetstone fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηγάναισι — θηγάνη whetstone fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηγάνην — θηγάνη whetstone fem acc sg (attic epic ionic) θηγάνω pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηγάνης — θηγάνη whetstone fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήγανον — θήγανον, τὸ (Α) η θηγάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω. Παράλλ. τ. τού θηγάνη] …   Dictionary of Greek

  • θηγάνας — θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem acc pl θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …   Dictionary of Greek

  • θαγάνεος — θαγάνεος, ον (Α) κοφτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί *θηγάνεος (< θηγάνη ή θήγανον «πέτρα τού ακονίσματος» < θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”